Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Birgitta Sif, Όλιβερ

Μετάφραση: Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2013 (από 3 ετών)

 
 
 

 

Ο Όλιβερ είναι ένα παιδί που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Έτσι απλά. Κι ας έχει τριγύρω του ένα σωρό ανθρώπους. Κι ας τρέχει ο κόσμος στους δικούς του χρόνους και ρυθμούς. Ο Όλιβερ, εσωστρεφής, απόμακρος, επινοεί φίλους –τα ψεύτικα ζωάκια του– και ζει μαζί τους ένα σωρό παράτολμες περιπέτειες σε μακρινούς, παραμυθένιους κόσμους, που δεν είναι άλλοι απ’ τις γωνιές του σπιτιού του και της αυλής του μεταπλασμένες κατά το κέφι της φαντασίας του. Σε μια απ’ αυτές τις περιπέτειες θα γνωρίσει ένα άλλο, εξίσου διαφορετικό και μόνο παιδί. Κι η γνωριμία αυτή θα σηματοδοτήσει μια νέα αρχή.
 
Η Birgitta Sif, συγγραφέας και εικονογράφος, μας μιλάει για την παιδική μοναξιά και για την ικανότητα του παιδικού μυαλού να αποδρά από αυτή αλλάζοντας σχήμα και διαστάσεις ακόμα και στα πιο ασήμαντα αντικείμενα του περιβάλλοντός του μέσα από ένα βιβλίο στο οποίο κείμενο και εικόνα παίζουν μεταξύ τους ένα ενδιαφέρον παιχνίδι: Το πρώτο αποτυπώνει το εσωτερικό τοπίο του Όλιβερ. Τον κόσμο της φαντασίας του. Η δεύτερη την αντικειμενική πραγματικότητα. Από το πρώτο ήδη σαλόνι. «Ο Όλιβερ ένιωθε λίγο διαφορετικός» λέει το κείμενο. Τι σόι διαφορετικός; αναρωτιέσαι κι αναζητάς εναγωνίως στην εικόνα κάποιο αλλόκοτο πλάσμα ανάμεσα στους «φυσιολογικούς». Κάπου στο πλήθος διακρίνεις έναν πιτσιρικά με γυαλιά. Τίποτα το φοβερό. Γυρνάς σελίδα, αναζητάς τη φύση αυτής της διαφορετικότητας. Τη ρίζα αυτής της μοναξιάς. Κι εδώ δε βρίσκεις σπουδαία πράγματα. Το θέμα άλλωστε δεν είναι πόσο διαφορετικός είναι ο Όλιβερ αλλά το πόσο διαφορετικός νιώθει. Το κείμενο ωστόσο επιμένει: Τώρα σε εξωθεί να αναζητήσεις την οπτική εκδοχή των εξωτικών, ριψοκίνδυνων περιπετειών του παιδιού στην εικόνα. Εκείνη, πάλι, σε προσγειώνει στα απλά υλικά απ’ τα οποία τροφοδοτείται η παιδική φαντασία. Αλλά και επιμένει να κάνει νύξεις σ' ένα αισιόδοξο τέλος, καθώς εδώ κι εκεί μες στο βιβλίο ανακαλύπτουμε ένα άλλο παιδί να περιδιαβαίνει εξίσου μόνο στα ίδια μέρη με τον Όλιβερ. Άραγε θα βρεθούν οι δυο τους; Η κλιμάκωση θα έρθει όταν το κείμενο αλλάξει ρότα, αρχίζοντας σταδιακά να ρέπει προς την πραγματικότητα της εικόνας: εκείνη της μελαγχολικής διάθεσης του παιδιού. Ο μικρός θα αποδράσει απ’ αυτή χάρη σε μια καινούρια περιπέτεια, η οποία, παρότι θα επιχειρήσει μια μικρή βουτιά στη φαντασία, τούτη τη φορά θα είναι αληθινή. Και μάλιστα η πιο όμορφη που έχει ζήσει στην ως τώρα ζωή του.
 
Τον Όλιβερ τον πρωτοδιάβασα χτες το μεσημέρι μες στο μετρό και μου ’ρθε να βάλω τα κλάματα. Άνοιξα, βλέπετε, ανυποψίαστη ένα παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα ενός μικρού παιδιού που αισθάνεται διαφορετικό και μόνο. Μαζί του είδα να σουλατσάρει στις σελίδες η Χαρά του Τριβιζά παρέα με το Γκουντούν της. Κι ο δικός μου παιδικός εαυτός – τα ατέλειωτα μεσημέρια με τους μυστικούς κόσμους πίσω απ’ τα παρτέρια της αυλής, μια μικρή γούβα που παρίστανε το απόκρημνο φαράγγι, τη μαγική κρυψώνα κάτω απ’ τη σκάλα, τα μοναχικά παιχνίδια τένις με τον τοίχο. Και μαζί η περιστασιακή ή διαρκής μοναξιά κάθε παιδιού σ’ αυτό τον κόσμο, παρέα με τις φανταστικές ιστορίες που γεννά για να νικήσει την πλήξη.
 
Αν πάντως ο ολοκληρωτικός εγκλεισμός, η άτακτη φυγή σε έναν εξωπραγματικό κόσμο καταλήγει από παρηγοριά βάσανο κι απελπισία, η Birgitta Sif επιμένει ως το τέλος πως η παιδική φαντασία όχι μόνο «διορθώνει» τη ζόρικη πραγματικότητα αλλά είναι κι ένας δρόμος για να ανακτήσει το παιδί επαφή με τον αληθινό κόσμο. Αυτό υποδηλώνει άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο ο Όλιβερ ανακαλύπτει την εξίσου μοναχική Ολίβια. Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το ανοιχτό τέλος της ιστορίας: Τα δυο παιδιά, έχοντας βρει το ένα το άλλο κάνουν μια νέα αρχή, στήνοντας παρέα μια παράσταση για το κοινό τους, εκείνους τους άψυχους, φανταστικούς φίλους, που δεν εγκαταλείπουν ακόμα και τώρα που βρήκαν ο ένας τον άλλο. Σκηνοθετούν άραγε τη δική τους πραγματική ιστορία ή σαλπάρουν παρέα σ’ ένα νέο φανταστικό ταξίδι; Κοιτάζοντας το τελευταίο σαλόνι, αδυνατώ αλλά και δε θέλω να πω με βεβαιότητα τι απ’ τα δυο συμβαίνει. Όπως δυσκολεύομαι και να πω από τι ακριβώς υλικό είναι πλασμένος ο λίγο διαφορετικός Όλιβερ, η λίγο διαφορετική Ολίβια, ο λίγο διαφορετικός καθένας από μας. Είμαστε άραγε οι ιστορίες που ζούμε; Εκείνες που επινοούμε; Ή μήπως εντέλει ένα κράμα και των δυο;

ΥΓ.: Υπάρχει και κάποιος μικρός, άοκνος, οικειοθελώς παρατηρητής της ζωής του Όλιβερ. Κάποιος που, αν και όχι ανθρώπινος, επιλέγει να τον ακολουθήσει από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Αναζητήστε τον.
 

 

2 σχόλια:

  1. Πράγματι, διαβάζοντας το βιβλίο για πρώτη φορά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να καταλάβω τη διαφορετικότητα του Ολιβερ. Τελικά κατέληξα στο ότι δεν έχει σημασία πως είναι κάποιος αλλά πως αισθάνεται. Διαβάζοντας την ανάλυσή σου για το βιβλίο ξανακοιταξα με ιδιαίτερη προσοχή τις εικόνες και είδα κάτι: πουθενά στο βιβλίο δεν φαίνονται ξεκάθαρα οι γονείς του. Ίσως να είναι κάπου εκεί στο σαλόνι μαζί με τους άλλους γονείς, αλλά πουθενά δεν υπάρχουν ξεκάθαρα δίπλα του. Ίσως αυτό που τον κάνει να αισθάνεται διαφορετικός να είναι η έλλειψή τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Συγχωρήστε με για τη μεγάλη καθυστέρηση στην ανάγνωση του σχολίου σας. Ο Όλιβερ νιώθει διαφορετικός. Όπως ενδεχομένως και πολλοί άλλοι από μας. Νομίζω πως η εσωτερική μοναξιά που του προξενεί αυτή η αίσθηση διαφορετικότητας κάνει τη Σιφ να τον αποτυπώσει μακριά από γονείς, συγγενείς, δασκάλους κτλ. Ίσως και για να γίνει πιο εμφατική η ευτυχία που του φέρνει η γνωριμία με ένα άλλο, εξίσου "διαφορετικό" άτομο.

      Διαγραφή