Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Χριστίνα Φραγκεσκάκη, Ρόσνα και... Μοζαμέλ

Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2016

 

 

Υποτιμάμε κάποιες φορές την ακαταμάχητη αλλά εντέλει τόσο σπάνια και δύσκολα εφικτή γοητεία του απλού. Τον τρόπο του να αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον μας και να μας παρασύρει να ακολουθήσουμε μια ιστορία ως τα πέρατα της γης. Τη δύναμή του να φτιάχνει με δυο άντε τρεις αράδες κόσμους, να σκορπά με την ελλειπτική μαγεία του λάμψη, χρώματα, αρώματα, ατόφιο συναίσθημα. Να συνομιλεί άφοβα με την παράδοση και τον κόσμο του μύθου, χαράσσοντας μέσα τους τον δικό του αυθεντικό βηματισμό.

Ένα τέτοιο υποδειγματικής απλότητας και ιδιαίτερης ομορφιάς κείμενο είναι το Ρόσνα και... Μοζαμέλ της Χριστίνας Φραγκεσκάκη. Που αφηγείται την ιστορία της Ρόσνα με τη χρυσή σκιά, μιας κοπέλας που απλόχερα μοιράζει τη λάμψη της σε ολόκληρο τον κόσμο. Ως την ημέρα που ονειρεύεται τον Μοζαμέλ, τον άγνωστο άντρα που της κλέβει την καρδιά και κάνει να εξαφανιστεί η χρυσή σκιά που τη συνοδεύει. Η Ρόσνα αποφασίζει να τον αναζητήσει. Η περιπλάνησή της στον κόσμο ωστόσο δε θα φέρει αποτέλεσμα παρά μόνο όταν γυρίσει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Γιατί ο Μοζαμέλ τόσον καιρό βρισκόταν κοντά της κι αυτή δεν είχε τον τρόπο, ή ίσως και τη σοφία, να τον προσέξει. 

Μια απέριττα όμορφη ιστορία για την αγάπη που κάποιες φορές βρίσκεται δίπλα σ’ εκείνον που την αναζητά κι ωστόσο αυτός παραμένει τυφλός μπροστά της. Για το μοναχικό κι απόκοσμο της αναζήτησής της. Και για τον τρόπο της να μεταμορφώνει τους ανθρώπους, μεταλλάσσοντας την εκτυφλωτική λάμψη του ατομικού στο αόρατο στους πολλούς φως που ακτινοβολεί μέσα στους δυο αγαπημένους. Μια ιστορία ειπωμένη με εντυπωσιακή οικονομία λόγου και με επιλεκτικά ζουμαρίσματα σε τυχαία θαρρείς διαλεγμένες, περαστικές εικόνες, που σε παρασύρουν με όλες σου τις αισθήσεις σε τοπία που κινούνται μεταξύ πραγματικότητας κι ονείρου. 

Μια ιστορία, τέλος, απόλυτα αυτάρκης, αφού η απουσία εικονογράφησης διόλου δεν ενοχλεί, με τις εικόνες που πλάθει η συγγραφέας να συνδιαλέγονται γόνιμα με τη φαντασία του αναγνώστη. Ακτινοβολώντας τελικά κι η ίδια μέσα στον νου και στην καρδιά του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η αληθινή αγάπη φωτίζει το μέσα των ανθρώπων.

 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Γεωργία Γαλανοπούλου, Ο Βόρακας, ο Κόρακας και η Σονάτα της Φανής


Εικόνες: Βαγγέλης Παυλίδης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015






Σε μια κάποτε όμορφη πόλη, τώρα γκρίζα και μουντή, τα παιδιά αναζητούν σε έναν παλιό θρύλο την εξήγηση για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο τόπος. Κι ο θρύλος αυτός θα οδηγήσει ένα από αυτά, το πιο περίεργο –και μάλλον και το πιο γενναίο–, να γυρέψει απαντήσεις στα ερωτήματά του πηγαίνοντας στο στοιχειωμένο καράβι που γέρνει ρημαγμένο στο άδειο λιμάνι. Εκεί θα ανταμώσει τον υπαίτιο της δυστυχίας, τον τρομακτικό Βόρακα, και μαζί τον υποτακτικό του, τον δουλοπρεπή Κόρακα. Μέσα από τις αφηγήσεις αρχικά του Βόρακα και του Κόρακα στη συνέχεια, ο μικρός θα ανακαλύψει πώς η αυξανόμενη κι ακόρεστη απληστία του πρώτου έφερε σταδιακά την καταστροφή του φυσικού πλούτου, την καταστρατήγηση κάθε έννοιας δικαίου, αλλά και την προσωπική του δυστυχία και ανασφάλεια, και μαζί το ψέμα, την αδικία, τη μισανθρωπία, τον αυταρχισμό και την άγνοια, οδηγώντας μια ολόκληρη κοινωνία στον μαρασμό. Τι κι αν η Φανή, του δίκιου η φωνή, πασχίζει να νουθετήσει τον αχόρταγο Βόρακα; Άλλοτε αδιαφορώντας για τα λόγια της κι άλλοτε λοιδορώντας, απειλώντας τη ή χειροδικώντας σε βάρος της, εκείνος θα την κάνει να πάρει των ομματιών της και να χαθεί από την πόλη, αφαιρώντας από τους κατοίκους της κάθε ελπίδα και προοπτική.  

Αυτοί οι δυο, ο Βόρακας και η Φανή, αποτελούν ένα ενδιαφέρον δίπολο χαρακτήρων που ενσαρκώνουν μια σειρά από εύγλωττα ορατές όσο κι αντιθετικές αξίες. Αν ο πρώτος, δύσμορφος και τρομακτικός, όπως αποδίδεται εικονογραφικά, είναι η αιτία για όλα τα δεινά της πόλης, ακολουθούμενος μάλιστα από έναν εξίσου άχαρο βοηθό, τον Κόρακα, η δεύτερη, μικροσκοπική, ροδαλή, σχεδόν διάφανη, είναι η προσωποποίηση του δίκιου. Με ένα άλλο πουλί, το αηδόνι με τη μελωδική φωνή, να συνθέτει τη σονάτα της που θα σημάνει την επιστροφή της ελπίδας στη ρημαγμένη πόλη. Πάνω σε αυτό το δίπολο και σε ό,τι κατ’ επέκταση εκπροσωπεί, σκότος και φως, μουντάδα και χρώμα, βασίζει την εικονογράφησή του ο Βαγγέλης Παυλίδης. Με τα πρώτα να κυριαρχούν στις περισσότερες σελίδες, χωρίς να λείπουν κάποιες, συνήθως μικρές, άλλοτε εκτενέστερες, και πάντως σκόπιμα παράταιρες, εισβολές φωτεινών, χρωματιστών μορφών, που δηλώνουν εμφατικά την αντίθεση ανάμεσα σε όσα πρεσβεύουν από τη μια ο Βόρακας κι από την άλλη η Φανή και τα παιδιά της πόλης.
  
Η συγγραφέας, από την πλευρά της, επιλέγει –για λόγους τόσο πρακτικούς, αφού η Φανή απουσιάζει από το αφηγηματικό παρόν, όσο και, νομίζω, αφηγηματικής σκοπιμότητας– να αφήσει τους δυο «κακούς», Βόρακα και Κόρακα, να διηγηθούν τα γεγονότα στο μικρό αγόρι. Μια επιλογή που, σε συνδυασμό με την κυριαρχία του έμμετρου λόγου και τη χρήση μιας αρκετά ευρηματικής ομοιοκαταληξίας, αναδεικνύει σε όλο τους το μεγαλείο την αφοπλιστική ωμότητα και τον κυνισμό του αμετανόητου Βόρακα και τη θρασύδειλη στάση του τσιρακιού του, του Κόρακα, χαρίζοντας ταυτόχρονα στον αναγνώστη αποφορτιστικά χιουμοριστικές στιγμές μέσα από απρόσμενα παντρέματα λέξεων και ανατρεπτικούς διαλόγους. Από το –κυρίως έμμετρο– κείμενο δε λείπουν μικρές, ευχάριστες ανάπαυλες πεζού λόγου, που όχι μόνο δεν ανακόπτουν τον χειμαρρώδη ρυθμό της αφήγησης, αλλά και της προσδίδουν ένα διαφορετικό αφηγηματικό βάρος –κυρίως μέσα από τη δραματική χρήση της επανάληψης στην αρχή– αλλά και χρονικό βάθος, προτρέποντας τον αναγνώστη να σταθεί για λίγο και να αγναντέψει το έμμετρο κείμενο, που εξάλλου δε φείδεται στοιχείων τα οποία παραπέμπουν στη λαϊκή παράδοση, από την απόσταση που ταιριάζει σε μακρινό θρύλο. 

Κλείνοντας, να επισημάνω ότι η ιστορία της Γεωργίας Γαλανοπούλου, αν και ευτυχής ως προς την κατάληξή της, με την καίρια παρέμβαση μιας επίμονης αλλά και συγκροτημένης πνευματικά νέας γενιάς, φωνάζει μια αλήθεια που συνήθως αποφεύγουμε να πούμε, ειδικά όταν απευθυνόμαστε στα παιδιά: Ότι η έννοια του δικαίου δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη ποτέ και πουθενά. Ούτε αρκεί η επίκλησή του ή οι δημόσιοι οδυρμοί κι ολολυγμοί περί του αυτονόητου της ύπαρξής του. Όσο δυνατή κι αν είναι μια φωνή βοώντος εν τη ερήμω, μια φωνή που δε συνοδεύεται από ενεργό συμμετοχή εκείνων που επιμένουν να κάθονται παθητικά κλαίγοντας τη μοίρα τους χωρίς να σηκώνουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να διεκδικήσουν το αυτονόητο, θα έρθει η μέρα που, απαυδισμένη, όχι μόνο θα σωπάσει αλλά και θα χαθεί. Κι ίσως τότε η αντίστροφη πορεία, από το άδικο και το κακό προς το δίκιο και το καλό, να είναι μακροχρόνια και επίμοχθη, απαιτώντας, πέρα από ευχολόγια και καλές προθέσεις, επίγνωση αλλά κι ενσυναίσθηση, υπομονή αλλά και θυσίες – όλα όσα τελικά υπαγορεύει αλλά και προϋποθέτει αυτή η μαγική λέξη που λέγεται «σεβασμός».