Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Μάρω Κατσίκα, O Κουκούσκα



Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017



Θεωρώ εξαιρετικά τυχερούς εκείνους τους δημιουργούς που μπορούν να αφηγούνται μια ιστορία πηγαινοερχόμενοι αβίαστα ανάμεσα σε λέξεις και εικόνες, ανοίγοντας ανάμεσα στα δύο μέσα έναν διάλογο άλλοτε αμοιβαία συμπληρωματικό κι άλλοτε αμοιβαία υπονομευτικό. Μια τέτοια περίπτωση δημιουργού, σχετικά σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, αποτελεί η Μάρω Κατσίκα, η οποία μας χάρισε μέσα στο 2017 το δεύτερο, καλαίσθητο, μικρού –τετράγωνου για την ακρίβεια– σχήματος εικονογραφημένο βιβλίο της με τον τίτλο O Κουκούσκα.

Ο Κουκούσκα –κούκος στα ρώσικα– είναι ένα εικαστικό παραμύθι – πιο συγκεκριμένα, ένα παραμύθι με εικαστική αφετηρία αλλά και εξέλιξη. Όλα, το σκηνικό, η ιστορία, οι ήρωες, μοιάζουν να εκκινούν από τις ευρηματικές γεωμετρικές εικόνες της δημιουργού του – μια αρμονική κι αδιατάρακτη συνύπαρξη καμπυλόσχημων και γωνιωδών μορφών, κύκλων και πολυγώνων, σε έντονα, ελκυστικά χρώματα, εναλλασσόμενα ζωηρά από σαλόνι σε σαλόνι με τρόπο τέτοιο ώστε να δημιουργούν εντυπωσιακά σκηνικά που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα του αναγνώστη.

Πάνω σε αυτόν ακριβώς τον καμβά όχι απλώς στήνεται αλλά διαμορφώνεται, εξελίσσεται και ξεδιπλώνεται η ιστορία. Η οποία γεννιέται και κινείται χάρη σε ένα εικαστικό παιχνίδι, που έχει να κάνει με ένα ιδιότυπο «κρυφτό»: ο Κουκούσκα, ο κούκος ήρωας του βιβλίου, ανακαλύπτει κάποια στιγμή ότι από το σκηνικό στο οποίο κινείται λείπουν κομμάτια –λειψά δέντρα, καμηλοπαρδάλεις χωρίς λαιμό, «εξαφανισμένα» πουλιά στον ουρανό–, και αυτή η «απουσία» αναστέλλει, παγώνει την όποια δράση, παγιδεύοντας τη ζωή στο δάσος σε μια αλλόκοτη ακινησία. Μόνο η αποκατάσταση της εικόνας σε αυτό το τόσο απλό αλλά και τόσο έξυπνο στη σύλληψή του παιχνίδι «χαρτοκοπτικής», το paste μετά το crop με άλλα λόγια, μπορεί να ξαναθέσει σε λειτουργία τον κόσμο του Κουκούσκα. Η λύση που θα δοθεί θα είναι κι αυτή εικαστική, μέσα από μια σουρεαλιστικής έμπνευσης εικόνα, που θα απελευθερώσει όχι μονάχα τον κόσμο του Κουκούσκα από την ακινησία αλλά και τη φαντασία του παιδιού αναγνώστη.

Ένα πανέμορφο βιβλίο, με λιγοστά λόγια –τα απολύτως αναγκαία– κι έναν τίτλο που, εκτός από χαριτωμένα μουσικός και παραμυθένιος, μας πηγαίνει υπαινικτικά στις καλλιτεχνικές καταβολές της δημιουργού. Αξίζει να το διαβάσετε!

Τρίτη 13 Ιουνίου 2017

Τζον Μπόιν, Το αγόρι στην κορυφή του βουνού



Μετάφραση: Πετρούλα Γαβριηλίδου, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2016




Ο Πιερό μεγαλώνει στη Γαλλία την εποχή ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους. Γιος Γερμανού μπαμπά, ανεπανόρθωτα τσακισμένου από την ήττα της πατρίδας του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μιας Γαλλίδας μαμάς, που θα αναλάβει εξολοκλήρου τη φροντίδα του μικρού μετά τον χαμό του συζύγου της, ώσπου να χάσει κι αυτή τη μάχη με την αρρώστια. Μόνος πια, ο Πιερό θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη ζωή που ήξερε, τον κολλητό του φίλο, τον μικρό Εβραίο Ανσέλ, αλλά και την ίδια του τη χώρα, για να ζήσει με την άγνωστή του αδελφή του πατέρα του, η οποία εργάζεται ως οικονόμος σε ένα μυστηριώδες σπίτι πάνω σε ένα βουνό: το σπίτι του Αδόλφου Χίτλερ. 

Γίνεται άραγε ένα παιδί να αλλάξει ζωή από τη μια μέρα στην άλλη; Και μαζί πατρίδα, όνομα, παρέες, ταυτότητα; Ο Τζον Μπόιν παρακολουθεί από κοντά τη σταδιακή μετάλλαξη του Πιερό σε Πίτερ, του Γάλλου πιτσιρικά σε Γερμανό, του φίλου του Ανσέλ σε ναζιστή. Τίποτα δεν αλλάζει από τη μια μέρα στην άλλη. Ο Πιερό, πριν φτάσει να γίνει άλλο ένα γρανάζι της ναζιστικής ιδεολογίας, θα υποστεί τη βία της, θα βιώσει μια τεράστια γκάμα συναισθημάτων για τον Φύρερ: φόβο, ανασφάλεια, δέος, θαυμασμό. Όχι ότι δε θα του δοθούν ευκαιρίες να πάρει έναν άλλο δρόμο. Στο σπίτι και στον περίγυρο που μεγαλώνει, δε λείπουν εκείνοι που διόλου δε συμπαθούν τον Φύρερ – κάποιοι μάλιστα σχεδιάζουν ακόμα και τη δολοφονία του. Ο Πίτερ ωστόσο έχει επιλέξει τη σκληρότητα και την άτεγκτη, τυφλή προσήλωση στις επιταγές του Χίτλερ, σκοτώνοντας ό,τι κι όποιον του χαρίζει ενδιαφέρον κι αγάπη, οδηγούμενος στην απαλοιφή κάθε στοιχείου της ταυτότητάς του κι εντέλει σε μια θανατερή, αυτοκαταστροφική μοναξιά.

Από αυτή την άποψη, η πορεία του μοιάζει αντίστροφη προς εκείνη ενός άλλου ήρωα του Μπόιν, του Μπρούνο στο Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα. Μπορεί οι δυο τους να μοιάζουν ως προς το ότι βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη σε μέρη όπου γράφονται κάποιες από τις πιο ζοφερές σελίδες του 20ού αιώνα. Διαφέρουν όμως ως προς το ότι ο προνομιούχος Μπρούνο είναι το ανύποπτο θύμα της θηριωδίας της ίδιας του της πατρίδας, του ίδιου του του πατέρα, τη στιγμή που ο Πιερό/Πίτερ καταλήγει να γίνει ο εχθρός κι ο δήμιος των δικών του ανθρώπων. Είναι ένας γνήσιος αντιήρωας, που το τέλος της ιστορίας του τον βρίσκει μόνο κι αποκαμωμένο να αναζητά εξιλέωση για το κακό που έχει κάνει. Όχι από όποιον κι όποιον – εξάλλου όλοι τον έχουν εγκαταλείψει. Έσχατο καταφύγιό του είναι εκείνος που θα αναλάβει το βαρύ έργο να τον ακούσει και να κάνει γνωστή την ιστορία του. Ο συγγραφέας του.

Άραγε, μας θέτει ο Μπόιν το ερώτημα στο τέλος του βιβλίου, μπορεί η μυθοπλασία να λειτουργήσει ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Να επιστρέψει στον Πιερό, στον κάθε Πιερό, τη χαμένη του παιδικότητα, κάνοντάς τον ίσως να μοιάσει κάπως περισσότερο με τον Αιμίλιο, τον ήρωα του Έριχ Καίστνερ, σταθερή διακειμενική αναφορά στο Αγόρι στην κορυφή του βουνού; Η απάντηση, αμείλικτη και μαζί τρυφερή, όσο παράδοξα κι αν ηχεί στ’ αυτιά το πάντρεμα των δυο λέξεων, στις τελευταίες, συγκλονιστικές σελίδες αυτού του εξαιρετικού μυθιστορήματος, που απευθύνεται τόσο σε εφήβους όσο και σε ενήλικους αναγνώστες.

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Θοδωρής Παπαϊωάννου, Το βρήκα! Η μεγάλη εφεύρεση



Εικονογράφηση: Μυρτώ Δεληβοριά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2017



Ο Μάξιμος Φλου, γκαφατζής και αφηρημένος εφευρέτης, πασχίζει μάταια χρόνια τώρα να ανακαλύψει την εφεύρεση που βρίσκει ό,τι έχει χαθεί. Συμπαραστάτης του ο σκύλος του ο Μέρφι, ο οποίος υπομένει στωικά τα συνεχή αποτυχημένα ή παντελώς άχρηστα εφευρετικά κατορθώματα του αφεντικού του. Το οποίο αφεντικό, έχοντας μετατρέψει ολόκληρο το σπιτικό του σε χαώδες εργαστήρι, έχει χάσει προ πολλού όχι μονάχα χρήσιμα αντικείμενα αλλά τελικά και τον ίδιο τον εαυτό του. Άραγε θα φέρει η εφεύρεση που τα βρίσκει όλα τη λύση στα προβλήματά του ή μήπως…

Μια ιστορία εφευρετικής τρέλας, ειπωμένη με τη γνωστή αφηγηματική άνεση του Θοδωρή Παπαϊωάννου. Χιούμορ που βγαίνει αβίαστα μέσα από περιγραφές χαρακτηριστικών του ήρωα και καθημερινές καταστάσεις, ένας κεντρικός χαρακτήρας που με τη μονομανία του μας βάζει σε σκέψεις γύρω από την ανθρωπιστική διάσταση της τεχνολογίας και τους κινδύνους που απορρέουν από τη μετατροπή της σε αυτοσκοπό, κι ένα τρυφερό τέλος, που τοποθετεί στο κέντρο της ανθρώπινης ζωής τη φιλία, την ανθρωπιά, την προσφορά στον συνάνθρωπο, πέρα από σύνορα, φυλές και λοιπούς αυθαίρετους περιορισμούς.

Η εικονογράφηση της Μυρτώς Δεληβοριά, σε απαλές αποχρώσεις, επιλέγει σκόπιμα να αποτυπώσει τον κεντρικό ήρωα με χαρακτηριστικά που παραπέμπουν μάλλον σε εφεύρεσή του παρά σε ανθρώπινο πλάσμα, υπαινισσόμενη, νομίζω, την αλλοτρίωση που έχει υποστεί ο μονομανής εφευρέτης. Σε αντίστιξη με τα υπόλοιπα πρόσωπα που εμφανίζονται στο βιβλίο και τα οποία θα σταθούν αφορμή για την επιστροφή του Μάξιμου Φλου στον παλιό, καλό εαυτό του στο αισιόδοξο και ανατρεπτικό τέλος που επιλέγει να δώσει στην ιστορία του ο συγγραφέας.